- περιπετής
- -ές, Α1. αυτός που πέφτει πάνω σε κάποιον και τόν καλύπτει ολόγυρα με το σώμα του, αυτός που περιβάλλει κάποιον2. αυτός που περιπίπτει σε μια κατάσταση και ιδίως στη δυστυχία («μή με καταστήσῃς ἀηδεῑ καὶ δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ», Δημοσθ.)3. (για την ανθρώπινη τύχη) αυτός που μεταβάλλεται αιφνίδια και, ιδίως, από το καλό στο κακό («ἐπειδὴ περιπετεῑς ἔχεις τύχας», Ευρ.)4. (με παθ. σημ.) καλυμμένος ολόγυρα («ὕπερθε βωμοῡ πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ προνωπῆ λαβεῑν ἀέρδην», Αισχύλ.)5. φρ. α) «ξίφος περιπετές»(στον Αισχύλ.) το ξίφος γύρω από το οποίο έπεσε ο Αίαςβ) «αὐτὸς ἐμαυτῷ περιπετὴς γίγνομαι» — γίνομαι αίτιος τής πτώσης μου, τής καταστροφής μουδ) «περιπετής εἰμί τινι» — εμπλέκομαι, έχω την ατυχία να εμπλακώ σε μια κατάστασηε) «περιπετῆ ποιῶ τινα ἐμαυτῷ» — καθιστώ κάποιον υποχείριό μουστ) «περιπετὴς τῇ αἰτίᾳ γίγνομαι» — θεωρούμαι υπαίτιος κακού.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -πετής (θ. πετ- τού πίπτω*), πρβλ. ευ-πετής].
Dictionary of Greek. 2013.